- μιξόθηρος
- μιξόθηρhalf-beastmasc/fem gen sgμιξόθηροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξόθηρος — μιξόθηρος, ον, αρσ. και μιξόθηρ, ηρος (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ θηρίο και κατά το άλλο άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θηρος (< θήρ, θηρός), πρβλ. φιλό θηρος] … Dictionary of Greek
μιξοθήροις — μιξόθηρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξόθηροι — μιξόθηρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
ԳԱԶԱՆԱԽԱՌՆ — ( ) NBH 1 0520 Chronological Sequence: 6c ա. μιξόθηρ, μιξόθηρος ferae quasi permixtus Որոյ ծնունդն է խառն ʼի գազանէ. կիսագազան. *Եղեւ ծնանել գազանախառն, որ կոճչի մինովտաւրոս. Փիլ. ՟ժ. բան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μιξοθήρων — μιξόθηρ half beast masc/fem gen pl μιξόθηρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξόθηρα — μιξόθηρ half beast masc/fem acc sg μιξόθηρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)